Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μουντώνω — [μουντός] μουνταίνω, γίνομαι μουντός … Dictionary of Greek
μούντωμα — το [μουντώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μουντώνω, το να γίνεται κάτι μουντό … Dictionary of Greek